ανεξουσιοδότητος

ανεξουσιοδότητος
-η, -ο
επίρρ. ο χωρίς εξουσιοδότηση: Ήταν ανεξουσιοδότητος να εισπράξει τα χρήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεξουσιοδότητος — η, ο 1. εκείνος που δεν έχει εξουσιοδοτηθεί για κάτι 2. όποιος γίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί εξουσιοδότηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”